άσαχτος
Смотреть что такое "άσαχτος" в других словарях:
άσιαχτος — άσιαχτος, η, ο και άσαχτος, η, ο ακατασκεύαστος, ατακτοποίητος, ασυγύριστος: Τα παράθυρα του σπιτιού ήταν ακόμη άσιαχτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)